- ἐπισκέπτονται
- ἐπισκέπτομαιpass in reviewpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
αμμόφιλος — (ammophila). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των σφηκιδών. Ζουν σε όλες τις περιοχές της Ευρώπης. Το σώμα τους είναι λεπτό και μακρουλό, με σκούρο κόκκινο χρώμα. Έχουν μακριά σαγόνια με το κάτω χείλος να προεξέχει. Ο κοιλιακός τους… … Dictionary of Greek
επικατακοιμώμαι — ἐπικατακοιμῶμαι, άομαι και ἐπικατακοιμίζομαι (Α) κοιμάμαι πάνω σε κάτι («ἐπὶ τῶν προγόνων φοιτέοντες τὰ σήματα... ἐπικατακοιμέονται» επισκέπτονται συχνά τους τάφους τών προγόνων και κοιμούνται επάνω, Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
κάλαντα — Εθιμικά τραγούδια, τα οποία τραγουδούν ομάδες παιδιών ή σπανιότερα ενηλίκων, κυρίως την παραμονή των μεγάλων γιορτών του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα). Τα κ. εξιστορούν, μυθοποιημένα, τα περιστατικά των αντίστοιχων ημερών, είναι… … Dictionary of Greek
καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
πολύξενος — Όνομα ιστορικών και μυθολογικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Ελευσίνας, ή γιος του Ιάσονα και της Μήδειας. 2. Ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο ως ένας από τους 4 αρχηγούς των Επειών. 3. Συρακούσιος ηγεμόνας … Dictionary of Greek
χελιδόνισμα — το, Ν [χελιδονίζω] παλαιότατο χαρακτηριστικό έθιμο τής 1ης Μαρτίου, κατά το οποίο το πρωί τής ημέρας αυτής παιδιά επισκέπτονται τα σπίτια κατά ομάδες κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού, στολισμένο με άνθη και χλωρά κλαδιά, και τραγουδούν τον … Dictionary of Greek
χρήσιμος — η, ο / χρήσιμος, ίμη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί επωφελώς, ωφέλιμος αρχ. 1. (ιδίως για πολίτη) αυτός που προσφέρει επωφελείς υπηρεσίες στην πατρίδα του, χρηστός 2. (για… … Dictionary of Greek